- χερσαίος
- -α, -ο / χερσαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Ααυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)νεοελλ.φρ. «χερσαίο κλίμα»(μετεωρ.) το ηπειρωτικό κλίμααρχ.1. αυτός που ζει ή βρίσκεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», Ηρόδ.β. «ποτάμιον... ὑπάρχον καὶ χερσαῑον», Διόδ.)2. (για πρόσ.) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, οδοιπόροςβ) αυτός που ζει και εργάζεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον ναύτη, στεριανός3. (για πόλη) μεσόγειος, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», Πλάτ.)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαία- (ενν. θήρα) το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα5. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαῑοςη χερσόνησος6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χερσαῑαδιά ξηράς7. φρ. «ὁδὸς χερσαία» — ταξίδι διά ξηράς, οδοιπορία, σε αντιδιαστολή προς το ταξίδι διά θαλάσσης (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.